Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
παραψήχω
παραψιδάζω
παραψίδιον
παραψίς
παράψιμον
παράψογος
παραψοφέω
παραψυκτήριον
παραψυχή
παραψύχω
παρβαίνω
παρδακός
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλήφορος
παρδάλια
παρδαλιαγχές
παρδαλιδεύς
View word page
παραψυκτήριον
παρα-ψυκτήριον, τό, = sq., λύπης ἄκεστρον καὶ π. S. Ichn. 317 .


ShortDef

refreshment

Debugging

Headword:
παραψυκτήριον
Headword (normalized):
παραψυκτήριον
Headword (normalized/stripped):
παραψυκτηριον
IDX:
79138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79139
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρα-ψυκτήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <span class="foreign greek">λύπης ἄκεστρον καὶ π</span>. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ichn.</span> 317 </span>.</div><br><br>'}