Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραψάω
παραψελλίζω
παραψεύδομαι
παραψηλαφάω
παράψηξις
παράψησις
παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
παραψήχω
παραψιδάζω
παραψίδιον
παραψίς
παράψιμον
παράψογος
παραψοφέω
παραψυκτήριον
παραψυχή
παραψύχω
παρβαίνω
παρδακός
View word page
παραψιδάζω
παραψῐδάζω, dub. sens. et l. in Hippon. in PSI 9.1089.9 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραψιδάζω
Headword (normalized):
παραψιδάζω
Headword (normalized/stripped):
παραψιδαζω
IDX:
79132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79133
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραψῐδάζω</span>, dub. sens. et l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hippon.</span> </span> in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 9.1089.9 </span>.</div><br><br>'}