Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραψάλλω
παράψαυσις
παραψαύω
παραψάω
παραψελλίζω
παραψεύδομαι
παραψηλαφάω
παράψηξις
παράψησις
παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
παραψήχω
παραψιδάζω
παραψίδιον
παραψίς
παράψιμον
παράψογος
παραψοφέω
παραψυκτήριον
παραψυχή
View word page
παραψηφίζομαι
παραψηφ-ίζομαι,
A). deceive, cheat, Hsch. s.v. παρεκρούσατο .


ShortDef

deceive, cheat

Debugging

Headword:
παραψηφίζομαι
Headword (normalized):
παραψηφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
παραψηφιζομαι
IDX:
79129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79130
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραψηφ-ίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deceive, cheat</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">παρεκρούσατο</span> .</div> </div><br><br>'}