Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραχωρίζω
παραχώριος
παραψάλλω
παράψαυσις
παραψαύω
παραψάω
παραψελλίζω
παραψεύδομαι
παραψηλαφάω
παράψηξις
παράψησις
παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
παραψήχω
παραψιδάζω
παραψίδιον
παραψίς
παράψιμον
παράψογος
παραψοφέω
View word page
παράψησις
παράψησις
,
εως
,
ἡ
,
A).
=
παράτριμμα
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παράψησις
Headword (normalized):
παράψησις
Headword (normalized/stripped):
παραψησις
IDX:
79127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79128
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράψησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παράτριμμα</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}