Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράχρωμος
παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχωρημάτων
παραχώρησις
παραχωρητέον
παραχωρητικός
παραχωρίζω
παραχώριος
παραψάλλω
παράψαυσις
παραψαύω
παραψάω
παραψελλίζω
View word page
παραχωρημάτων
παραχωρ-ημάτων· ἐκβολῶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραχωρημάτων
Headword (normalized):
παραχωρημάτων
Headword (normalized/stripped):
παραχωρηματων
IDX:
79113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79114
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραχωρ-ημάτων·</span> <span class="foreign greek">ἐκβολῶν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}