Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδραποδωδία
ἀνδραποδώνης
ἀνδραποδωνία
ἀνδράριον
ἀνδράφαξυς
ἀνδραφάσσειν
ἀνδραφόνος
ἀνδραφυστεῖν
ἀνδραχθής
ἀνδράχλη
ἀνδρεάστρια
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρειόθυμος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειόω
ἀνδρειφόντης
ἀνδρείωμα
ἀνδρειών
View word page
ἀνδρεάστρια
ἀνδρεάστρια,
A). v. ἀνδρεράστρια.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδρεάστρια
Headword (normalized):
ἀνδρεάστρια
Headword (normalized/stripped):
ανδρεαστρια
IDX:
7910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7911
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρεάστρια</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀνδρεράστρια.</span> </div> </div><br><br>'}