Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραχρῆμα
παράχρησις
παραχρηοτηριάζω
παραχρηστικῶς
παράχριστα
παραχρίω
παράχροος
παράχρωμος
παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχωρημάτων
παραχώρησις
παραχωρητέον
παραχωρητικός
View word page
παράχυμα
παρά-χῠμα, ατος, τό,
A). liquor added, EM 172.13 .


ShortDef

liquor added

Debugging

Headword:
παράχυμα
Headword (normalized):
παράχυμα
Headword (normalized/stripped):
παραχυμα
IDX:
79106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79107
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρά-χῠμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">liquor added,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 172.13 </span>.</div> </div><br><br>'}