Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραχορηγέω
παραχορήγημα
παραχραίνω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παράχρησις
παραχρηοτηριάζω
παραχρηστικῶς
παράχριστα
παραχρίω
παράχροος
παράχρωμος
παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
View word page
παράχροος
παρά-χροος
,
ον
, contr.
παρά-χρους
,
ουν
,
A).
colourless, faded
,
Luc.
Hist. Conscr.
51
.
ShortDef
colourless, faded
Debugging
Headword:
παράχροος
Headword (normalized):
παράχροος
Headword (normalized/stripped):
παραχροος
IDX:
79102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79103
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρά-χροος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, contr. <span class="orth greek">παρά-χρους</span>, <span class="itype greek">ουν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">colourless, faded</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hist. Conscr.</span> 51 </span>.</div> </div><br><br>'}