Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραχλιαίνω
παραχναύω
παραχορδίζω
παραχορηγέω
παραχορήγημα
παραχραίνω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παράχρησις
παραχρηοτηριάζω
παραχρηστικῶς
παράχριστα
παραχρίω
παράχροος
παράχρωμος
παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
View word page
παραχρηστικῶς
παραχρηστικῶς, Adv.
A). = καταχρηστικῶς , Sch. Ar. Pl. 313 cod. R.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραχρηστικῶς
Headword (normalized):
παραχρηστικῶς
Headword (normalized/stripped):
παραχρηστικως
IDX:
79099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79100
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραχρηστικῶς</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καταχρηστικῶς</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg011.perseus-grc1:313" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg011.perseus-grc1:313/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pl.</span> 313 </a> cod. R.</div> </div><br><br>'}