Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραχαρακτής
παραχαράξιμος
παραχαράσσω
παραχειμάζω
παραχειμασία
παραχειμαστικός
παραχειρογραφέω
παραχελῳίτης
παραχερσία
παραχέω
παράχηλος
παραχλιαίνω
παραχναύω
παραχορδίζω
παραχορηγέω
παραχορήγημα
παραχραίνω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παράχρησις
παραχρηοτηριάζω
View word page
παράχηλος
παράχηλος, ον,
A). bv the hoof, στρέμματα Hippiatr. 96 .


ShortDef

bv the hoof

Debugging

Headword:
παράχηλος
Headword (normalized):
παράχηλος
Headword (normalized/stripped):
παραχηλος
IDX:
79088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79089
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράχηλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bv the hoof</span>, <span class="quote greek">στρέμματα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 96 </span> .</div> </div><br><br>'}