παραχέω
παραχέω, aor. 1 παρέχεα, Pass.
A). παρεχέθην Pr. 926b37 (s.v.l.), παρεχύθην Fr. 110 :— pour in beside, παρὰ τὸν οἶνον ὕδωρ (fraudulently) BCH 50.214 (Thasos, V B.C.): generally, pour in, ὕδωρ , cf. 4.75 Int. 32 ; τινι for one, ; 2.235a σπονδάς, τὸ μύρον, Com. 69.4 , 6 :— Pass., παραχεομένου ὕδατος . 2.77
2). pour on, τοῖς σκέλεσι ἔλαιον . 6.328
III). ply the trade of bath-attendant (cf. παραχύτης), PMagd. 33.2 (iii B. C.).