Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδραποδοκλόπος
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδραποδωδία
ἀνδραποδώνης
ἀνδραποδωνία
ἀνδράριον
ἀνδράφαξυς
ἀνδραφάσσειν
ἀνδραφόνος
ἀνδραφυστεῖν
ἀνδραχθής
ἀνδράχλη
ἀνδρεάστρια
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρειόθυμος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειόω
View word page
ἀνδραφυστεῖν
ἀνδραφυστεῖν· φεύγειν, ἤ ἐπὶ φόνῳ διώκειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδραφυστεῖν
Headword (normalized):
ἀνδραφυστεῖν
Headword (normalized/stripped):
ανδραφυστειν
IDX:
7907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7908
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδραφυστεῖν·</span> <span class="foreign greek">φεύγειν, ἤ ἐπὶ φόνῳ διώκειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}