Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραφυάς
παραφυής
παραφυκτός
παραφυλακέω
παραφυλακισμός
παραφυλακίτης
παραφυλακτέον
παραφυλακτικός
παραφύλαξ
παραφυλάσσω
παραφυλλίς
παράφυλλον
παράφυμα
παραφυσάω
παράφυσις
παραφύτευσις
παραφυτεύω
παράφυτος
παραφύω
παραφωνέω
παραφωνή
View word page
παραφυλλίς
παραφυλλίς, ίδος, , =
A). virgultum, Gloss.


ShortDef

virgultum

Debugging

Headword:
παραφυλλίς
Headword (normalized):
παραφυλλίς
Headword (normalized/stripped):
παραφυλλις
IDX:
79058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79059
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραφυλλίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">virgultum,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}