Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παράφρων
παραφυάδιον
παραφυάς
παραφυής
παραφυκτός
παραφυλακέω
παραφυλακισμός
παραφυλακίτης
παραφυλακτέον
παραφυλακτικός
παραφύλαξ
παραφυλάσσω
παραφυλλίς
παράφυλλον
παράφυμα
παραφυσάω
παράφυσις
παραφύτευσις
παραφυτεύω
παράφυτος
παραφύω
View word page
παραφύλαξ
παραφύλ-αξ
[ῠ]
,
ᾰκος
,
ὁ
,
A).
watcher, guard
,
BCH
32.499
(Aphrodisias), Suid.s.v.
δεξιολάβος
.
ShortDef
watcher, guard
Debugging
Headword:
παραφύλαξ
Headword (normalized):
παραφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
παραφυλαξ
IDX:
79056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79057
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραφύλ-αξ</span> <span class="pron greek">[ῠ]</span>, <span class="itype greek">ᾰκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">watcher, guard</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 32.499 </span> (Aphrodisias), Suid.s.v.<span class="foreign greek">δεξιολάβος</span>.</div> </div><br><br>'}