Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραφροσύνη
παραφρουρέω
παραφρυγανίζω
παραφρύγομαι
παραφρυκτωρεύομαι
παραφρυκτωρέω
παράφρων
παραφυάδιον
παραφυάς
παραφυής
παραφυκτός
παραφυλακέω
παραφυλακισμός
παραφυλακίτης
παραφυλακτέον
παραφυλακτικός
παραφύλαξ
παραφυλάσσω
παραφυλλίς
παράφυλλον
παράφυμα
View word page
παραφυκτός
παραφυκτός,
A). v. παρφυκτός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραφυκτός
Headword (normalized):
παραφυκτός
Headword (normalized/stripped):
παραφυκτος
IDX:
79050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79051
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραφυκτός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παρφυκτός</span> .</div> </div><br><br>'}