Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραφρονέω
παραφρονία
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παραφρυγανίζω
παραφρύγομαι
παραφρυκτωρεύομαι
παραφρυκτωρέω
παράφρων
παραφυάδιον
παραφυάς
παραφυής
παραφυκτός
παραφυλακέω
παραφυλακισμός
παραφυλακίτης
παραφυλακτέον
παραφυλακτικός
παραφύλαξ
παραφυλάσσω
View word page
παραφυάδιον
παραφῠ-άδιον, τό, Dim. of sq., Hsch.
A). s.v. Ἑρμαῖ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραφυάδιον
Headword (normalized):
παραφυάδιον
Headword (normalized/stripped):
παραφυαδιον
IDX:
79047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79048
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραφῠ-άδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of sq., Hsch.<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">Ἑρμαῖ</span> .</div> </div><br><br>'}