Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραφραστής
παραφραστικός
παραφρίζω
παραφρονέω
παραφρονία
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παραφρυγανίζω
παραφρύγομαι
παραφρυκτωρεύομαι
παραφρυκτωρέω
παράφρων
παραφυάδιον
παραφυάς
παραφυής
παραφυκτός
παραφυλακέω
παραφυλακισμός
παραφυλακίτης
παραφυλακτέον
View word page
παραφρυκτωρεύομαι
παραφρυκτωρ-εύομαι, = sq.,
A). τοῖς πολεμίοις Lys. 13.67 .


ShortDef

signal to the enemy

Debugging

Headword:
παραφρυκτωρεύομαι
Headword (normalized):
παραφρυκτωρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παραφρυκτωρευομαι
IDX:
79044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79045
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραφρυκτωρ-εύομαι</span>, = sq., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">τοῖς πολεμίοις</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0540.tlg013.perseus-grc1:67" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0540.tlg013.perseus-grc1:67/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lys.</span> 13.67 </a> .</div> </div><br><br>'}