Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραφλυαρέω
παραφομοιόω
παραφορά
παραφορέω
παραφορμά
παράφορος
παραφορότης
παραφορτίζομαι
παράφραγμα
παραφράζω
παραφρακτικός
παράφρασις
παραφράσσω
παραφραστής
παραφραστικός
παραφρίζω
παραφρονέω
παραφρονία
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρουρέω
View word page
παραφρακτικός
παραφρακτικός, , όν,
A). producing constipation, Xcnocr. ap. Orib. 2.58.87 (v.l. παρεκ-).


ShortDef

producing constipation

Debugging

Headword:
παραφρακτικός
Headword (normalized):
παραφρακτικός
Headword (normalized/stripped):
παραφρακτικος
IDX:
79031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραφρακτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">producing constipation</span>, Xcnocr. ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:2:58:87" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:2:58:87/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> 2.58.87 </a> (v.l. <span class="itype greek">παρεκ</span>-).</div> </div><br><br>'}