Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραφθείρω
παραφθορά
παραφίημι
παραφιλάγαθος
παραφίμωσις
παραφλόγισμα
παραφλυαρέω
παραφομοιόω
παραφορά
παραφορέω
παραφορμά
παράφορος
παραφορότης
παραφορτίζομαι
παράφραγμα
παραφράζω
παραφρακτικός
παράφρασις
παραφράσσω
παραφραστής
παραφραστικός
View word page
παραφορμά
παραφορμά· ἀρχή τις τῶν συνεξιόντων βασιλεῖ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραφορμά
Headword (normalized):
παραφορμά
Headword (normalized/stripped):
παραφορμα
IDX:
79025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79026
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραφορμά·</span> <span class="foreign greek">ἀρχή τις τῶν συνεξιόντων βασιλεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}