παραφορά
παρα-φορά, Ion. παρα-ρή, Dor. παρφορά, ἡ,
II). mostly of the mind, derangement, distraclion, Eu. 330 (lyr.); τῆς αἰσθήσιος CD 1.5 ; π.ἐν μέθῃ SD 1.6 ; frenzy, π. καὶ ἔκστασις Myst. 3.7 ; π. τῆς διανοίας ; 2.249b ποδῶν π. irregular gait, . 2.21
III). Act., bringing up, furnishing, purveying, ζυγάστρων SIG 247 ii 21 (Delph., iv B.C.), cf. PLond. 3.974 ii 5 (iv A.D.).