Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραφαίνω
παραφαίρεσις
παραφαιρέω
παράφασις
παράφασις
παραφάσσω1
παραφάσσω2
παράφερνα
παραφέρω
παραφεύγω
παραφηλόω
παράφημι
παραφθαδόν
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παραφθεγκτήρια
παράφθεγμα
παραφθείρω
παραφθορά
παραφίημι
παραφιλάγαθος
View word page
παραφηλόω
παραφηλόω,
A). = φηλόω , Hsch. (παραιφη .. εύμεθα cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραφηλόω
Headword (normalized):
παραφηλόω
Headword (normalized/stripped):
παραφηλοω
IDX:
79008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79009
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραφηλόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φηλόω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">παραιφη .. εύμεθα</span> cod.).</div> </div><br><br>'}