Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραυξητέον
παραυξητικῶς
παραύξω
παραύστηρος
πάραυτᾰ
παραυτεῖ
παραυτίκᾰ
παραυτόθεν
παραυχενίζω
παραυχένιος
παραφαγεῖν
παραφαίνω
παραφαίρεσις
παραφαιρέω
παράφασις
παράφασις
παραφάσσω1
παραφάσσω2
παράφερνα
παραφέρω
παραφεύγω
View word page
παραφαγεῖν
παραφᾰγεῖν
, aor. 2 inf. of
παρεσθίω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παραφαγεῖν
Headword (normalized):
παραφαγεῖν
Headword (normalized/stripped):
παραφαγειν
IDX:
78997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78998
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραφᾰγεῖν</span>, aor. 2 inf. of <span class="foreign greek">παρεσθίω</span>.</div><br><br>'}