παραύξησις
παραύξ-ησις, εως, ἡ,
A). waxing, ἡμερῶν καὶ νυκτῶν (pl.); opp. 6.29 μείωσις, ; 18.4 τῆς σελήνης ; 5.141 φωτός ap. PE 3.11 , cf. Or. 4.147b .
5). Rhet., amplification, exaggeration, Inst. 9.2.106 .