πάραυλ-ος (A),
ον,(
αὐλή)
A). dwelling beside,
π. οἰκίσαι τινά on the borders,
S. OC 785 ;
τίνος βοὴ π. ἐξέβη νάπους;
close at hand,
Id. Aj. 892 ;
ἔνθ’ ἡ πάροικος πηλαμὺς χειμάζεται π. Ἑλλησποντίς Id. Fr. 503 .
II). μίτρη π. dub. sens. in Michel 832.18 (Samos, iv B.C.).