Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράτροπος
παράτροφος
παρατροχάζω
παρατρόχια
παρατρυγάω
παρατρύζω
παρατρύπημα
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατρωτής
παρᾴττω
παρατυγχάνω
παρατυλάριον
παράτυλος
παρατυπόομαι
παράτυπος
παρατύπωσις
παρατυπωτικός
παραύα
παραυαίνομαι
παραυγάζω
View word page
παρᾴττω
παρᾴττω, Att. for παραΐσσω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρᾴττω
Headword (normalized):
παρᾴττω
Headword (normalized/stripped):
παραττω
IDX:
78967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78968
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρᾴττω</span>, Att. for <span class="foreign greek">παραΐσσω</span>.</div><br><br>'}