Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρατροπή
παράτροπος
παράτροφος
παρατροχάζω
παρατρόχια
παρατρυγάω
παρατρύζω
παρατρύπημα
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατρωτής
παρᾴττω
παρατυγχάνω
παρατυλάριον
παράτυλος
παρατυπόομαι
παράτυπος
παρατύπωσις
παρατυπωτικός
παραύα
παραυαίνομαι
View word page
παρατρωτής
παρατρωτής
,
οῦ
,
ὁ
,(
παρατιτρώσκω
)
A).
one who perverts
,
τῶν εὖ τεθέντων νόμων
Hsch.
s.v.
παραχαράκτης
.
ShortDef
one who perverts
Debugging
Headword:
παρατρωτής
Headword (normalized):
παρατρωτής
Headword (normalized/stripped):
παρατρωτης
IDX:
78966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78967
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρατρωτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<span class="etym greek">παρατιτρώσκω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who perverts</span>, <span class="quote greek">τῶν εὖ τεθέντων νόμων</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">παραχαράκτης</span> .</div> </div><br><br>'}