παρατρίβω
παρα-τρίβω [ῑ],
A). rub beside or alongside, π. χρυσὸν ἀκήρατον ἄλλῳ χρυσῷ (sc. ἐς βάσανον) rub pure gold by the side of other gold on the lapis Lydius and see the differ ence of the marks they leave, . 7.10 ά :— Pass., to be rubbed beside or upon, καθάπερ πρὸς τὰς βασάνους Col. 793a33 ; ἐς βάσανον ἐλθὼν παρατρίβομαι ὥστε μολύβδῳ χρυσός . 417
2). rub on or against, τινί τι NA 17.44 ; πρὸς θάμνους Suid.s.v.ὅπου αἱ ἔλαφοι :— Pass., rub oneself against, τὰ ὕπτια πρὸς τὰ ὕπτια HA 540b12 ; dub. in . 1.7
II). παρα-τρίβεσθαι πρός τινα clash against, fall out with one, ; 27.15.6 ἔκ τινων πρός τινας 4 47.7 : abs., διά τι . 9.11.2
III). παρατρίψασθαι τὸ μέτωπον harden the forehead as it were by perpetual rubbing, i. e. to be utterly hardened, dead to shame, . 13.1.45
IV). Pass., to be exhausted, ἀναβάσει POxy. 1668.24 (iii A. D.).