Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρατραγῳδέω
παρατράγῳδος
παρατράχηλος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παράτρημα
παράτρητος
παρατριβή
παράτριβος
παρατρίβω
παράτριμμα
παρατριπτέον
παράτριψις
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παράτροφος
παρατροχάζω
παρατρόχια
View word page
παράτριβος
παρά-τριβος,
A). limes, Gloss.


ShortDef

limes

Debugging

Headword:
παράτριβος
Headword (normalized):
παράτριβος
Headword (normalized/stripped):
παρατριβος
IDX:
78950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78951
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρά-τριβος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">limes,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}