Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρατούριον
παρατραγεῖν
παρατραγικεύομαι
παρατραγῳδέω
παρατράγῳδος
παρατράχηλος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παράτρημα
παράτρητος
παρατριβή
παράτριβος
παρατρίβω
παράτριμμα
παρατριπτέον
παράτριψις
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
View word page
παράτρημα
παρά-τρημα,
A). v. παράρρυμα 1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράτρημα
Headword (normalized):
παράτρημα
Headword (normalized/stripped):
παρατρημα
IDX:
78947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78948
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρά-τρημα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παράρρυμα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:1/canonical-url/"> 1 </a>.</div> </div><br><br>'}