Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρατμήγω
παρατμίζω
παρατολμάω
παράτολμος
παρατομή
παράτομον
παράτομος
παράτονος
παρατόξευσις
παρατούριον
παρατραγεῖν
παρατραγικεύομαι
παρατραγῳδέω
παρατράγῳδος
παρατράχηλος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παράτρημα
παράτρητος
View word page
παρατραγεῖν
παρατρᾰγεῖν,
A). v. παρατρώγω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρατραγεῖν
Headword (normalized):
παρατραγεῖν
Headword (normalized/stripped):
παρατραγειν
IDX:
78938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78939
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρατρᾰγεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παρατρώγω</span> .</div> </div><br><br>'}