Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρατιμάω
παράτιμον
παράτιτλον
παρατιτρώσκω
παρατμήγω
παρατμίζω
παρατολμάω
παράτολμος
παρατομή
παράτομον
παράτομος
παράτονος
παρατόξευσις
παρατούριον
παρατραγεῖν
παρατραγικεύομαι
παρατραγῳδέω
παρατράγῳδος
παρατράχηλος
παρατρέπω
παρατρέφω
View word page
παράτομος
παράτομος, ον, dub. sens. of rugs, PCair.Zen. 48 (iii B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράτομος
Headword (normalized):
παράτομος
Headword (normalized/stripped):
παρατομος
IDX:
78934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78935
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράτομος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, dub. sens. of rugs, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PCair.Zen.</span> 48 </span> (iii B. C.).</div><br><br>'}