Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδράδελφος
ἀνδρακάς
ἀνδρακάς
ἀνδραλογία
ἀνδραπόδεσσι
ἀνδραποδήτοι
ἀνδραποδίζω
ἀνδραπόδιον
ἀνδραπόδισις
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστήριος
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδιστικός
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδραποδοκλέπτης
ἀνδραποδοκλόπος
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδραποδωδία
ἀνδραποδώνης
ἀνδραποδωνία
View word page
ἀνδραποδιστήριος
ἀνδραποδ-ιστήριος, α, ον,
A). fitted for enslaving, Tz.ad Lyc. 784 .


ShortDef

fitted for enslaving

Debugging

Headword:
ἀνδραποδιστήριος
Headword (normalized):
ἀνδραποδιστήριος
Headword (normalized/stripped):
ανδραποδιστηριος
IDX:
7892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7893
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδραποδ-ιστήριος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fitted for enslaving,</span> Tz.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 784 </span>.</div> </div><br><br>'}