Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρατηρητικός
παρατίθημι
παρατίλλω
παρατιλμός
παρατίλτρια
παρατιμασία
παρατιμάω
παράτιμον
παράτιτλον
παρατιτρώσκω
παρατμήγω
παρατμίζω
παρατολμάω
παράτολμος
παρατομή
παράτομον
παράτομος
παράτονος
παρατόξευσις
παρατούριον
παρατραγεῖν
View word page
παρατμήγω
παρατμήγω
,
A).
=
παρατέμνω
, aor. 1
παρέτμηξεν· ἐξηφάνισεν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παρατμήγω
Headword (normalized):
παρατμήγω
Headword (normalized/stripped):
παρατμηγω
IDX:
78928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78929
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρατμήγω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παρατέμνω</span> , aor. 1 <span class="foreign greek">παρέτμηξεν· ἐξηφάνισεν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}