Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατεταμένως
παρατετηρημένως
παρατετραμμένως
παρατεχνάομαι
παρατεχνολογέω
παρατηρέω
παρατήρημα
παρατηρήσιμος
παρατήρησις
παρατηρητέον
παρατηρητής
παρατηρητικός
παρατίθημι
παρατίλλω
παρατιλμός
παρατίλτρια
παρατιμασία
παρατιμάω
View word page
παρατηρήσιμος
παρατηρ-ήσιμος
,
ον
,
A).
gloss on
ἀποφράδας
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παρατηρήσιμος
Headword (normalized):
παρατηρήσιμος
Headword (normalized/stripped):
παρατηρησιμος
IDX:
78914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78915
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρατηρ-ήσιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀποφράδας</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}