Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρατεκταίνομαι
παρατελευταῖος
παρατελευτάω
παρατέλευτος
παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατεταμένως
παρατετηρημένως
παρατετραμμένως
παρατεχνάομαι
παρατεχνολογέω
παρατηρέω
παρατήρημα
παρατηρήσιμος
παρατήρησις
παρατηρητέον
παρατηρητής
παρατηρητικός
παρατίθημι
παρατίλλω
View word page
παρατεχνάομαι
παρατεχνάομαι,
A). gloss on παρατεκτήναιο , Sch. Od. 14.131 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρατεχνάομαι
Headword (normalized):
παρατεχνάομαι
Headword (normalized/stripped):
παρατεχναομαι
IDX:
78910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78911
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρατεχνάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">παρατεκτήναιο</span> , Sch. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:14:131" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:14.131/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 14.131 </a>.</div> </div><br><br>'}