Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατελευταῖος
παρατελευτάω
παρατέλευτος
παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατεταμένως
παρατετηρημένως
παρατετραμμένως
παρατεχνάομαι
παρατεχνολογέω
παρατηρέω
παρατήρημα
παρατηρήσιμος
παρατήρησις
παρατηρητέον
παρατηρητής
παρατηρητικός
παρατίθημι
View word page
παρατετραμμένως
παρατετραμμένως, Adv.
A). = παρακλιδόν , Eust. 1499.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρατετραμμένως
Headword (normalized):
παρατετραμμένως
Headword (normalized/stripped):
παρατετραμμενως
IDX:
78909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78910
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρατετραμμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παρακλιδόν</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1499:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1499.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1499.4 </a>.</div> </div><br><br>'}