Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρατείνω
παρατειχίζω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατελευταῖος
παρατελευτάω
παρατέλευτος
παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατεταμένως
παρατετηρημένως
παρατετραμμένως
παρατεχνάομαι
παρατεχνολογέω
παρατηρέω
παρατήρημα
παρατηρήσιμος
παρατήρησις
παρατηρητέον
παρατηρητής
View word page
παρατεταμένως
παρατετᾰμένως, Adv.
A). extendedly, throughout the whole length, Sch. D Il. 17.748 .


ShortDef

extendedly, throughout the whole length

Debugging

Headword:
παρατεταμένως
Headword (normalized):
παρατεταμένως
Headword (normalized/stripped):
παρατεταμενως
IDX:
78907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78908
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρατετᾰμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">extendedly, throughout the whole length</span>, Sch. D <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:17:748" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:17.748/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 17.748 </a>.</div> </div><br><br>'}