Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρατάσσω
παρατατικός
παραταυτότης
παρατείνω
παρατειχίζω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατελευταῖος
παρατελευτάω
παρατέλευτος
παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατεταμένως
παρατετηρημένως
παρατετραμμένως
παρατεχνάομαι
παρατεχνολογέω
παρατηρέω
παρατήρημα
παρατηρήσιμος
View word page
παρατελωνέομαι
παρατελωνέομαι,
A). cheat the revenue, D.L. 4.46 .


ShortDef

cheat the revenue

Debugging

Headword:
παρατελωνέομαι
Headword (normalized):
παρατελωνέομαι
Headword (normalized/stripped):
παρατελωνεομαι
IDX:
78904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78905
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρατελωνέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cheat the revenue</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:4:46" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:4.46/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.L.</span> 4.46 </a>.</div> </div><br><br>'}