Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
παρασφραγισμός
παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδιάζω
παρασχεδόν
παρασχεῖν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
παρασχίδες
παρασχίζω
παρασχιστής
παρασχιστικός
παρασχοινίζω
View word page
παρασχεῖν
παρασχεῖν, παρασχέμεν, παρασχεθεῖν,
A). v. παρέχω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρασχεῖν
Headword (normalized):
παρασχεῖν
Headword (normalized/stripped):
παρασχειν
IDX:
78873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78874
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρασχεῖν</span>, <span class="orth greek">παρασχέμεν</span>, <span class="orth greek">παρασχεθεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παρέχω</span> .</div> </div><br><br>'}