Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρασφάλισμα
παρασφάλλω
παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
παρασφραγισμός
παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδιάζω
παρασχεδόν
παρασχεῖν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
παρασχίδες
παρασχίζω
παρασχιστής
View word page
παρασχεδιάζω
παρασχεδιάζω
,
A).
=
παραχαράσσω
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παρασχεδιάζω
Headword (normalized):
παρασχεδιάζω
Headword (normalized/stripped):
παρασχεδιαζω
IDX:
78871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78872
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρασχεδιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παραχαράσσω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}