Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδραγάθημα
ἀνδραγάθησις
ἀνδραγαθία
ἀνδραγαθίζομαι
ἀνδραγαθικός
ἀνδράγρια
ἄνδραγχος
ἀνδράδελφος
ἀνδρακάς
ἀνδρακάς
ἀνδραλογία
ἀνδραπόδεσσι
ἀνδραποδήτοι
ἀνδραποδίζω
ἀνδραπόδιον
ἀνδραπόδισις
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστήριος
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδιστικός
ἀνδραποδοκάπηλος
View word page
ἀνδραλογία
ἀνδρ-αλογία, ,
A). v. ἀνδρολογία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδραλογία
Headword (normalized):
ἀνδραλογία
Headword (normalized/stripped):
ανδραλογια
IDX:
7885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7886
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρ-αλογία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀνδρολογία.</span> </div> </div><br><br>'}