Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρασυκοφαντέω
παρασυλλέγομαι
παρασυλλογιστικός
παρασυμβάλλομαι
παρασύμβαμα
παρασυνάγχη
παρασυναγωγή
παρασύναξις
παρασυναπτικὸς
παρασυνάπτομαι
παρασυνεργός
παρασύνεσις
παρασυνήθως
παρασύνθετος
παρασύνθημα
παρασυνίσταμαι
παρασυρίζω
παράσυρμα
παρασύρω
παρασφαγίς
παρασφάζω
View word page
παρασυνεργός
παρασυν-εργός, όν,
A). counteracting, opp. συνεργός, δύναμις Vett. Val. 78.22 .


ShortDef

counteracting

Debugging

Headword:
παρασυνεργός
Headword (normalized):
παρασυνεργός
Headword (normalized/stripped):
παρασυνεργος
IDX:
78848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78849
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρασυν-εργός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">counteracting</span>, opp. <span class="foreign greek">συνεργός, δύναμις</span> Vett. Val.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg004:78:22" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg004:78.22/canonical-url/"> 78.22 </a>.</div> </div><br><br>'}