Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραστροφίς
παραστρώννυμι
παραστρωφάω
παραστύφω
παρασυγγραφέω
παρασυγχέω
παρασυγχωρέω
παρασυζεύγνυμι
παρασυκοφαντέω
παρασυλλέγομαι
παρασυλλογιστικός
παρασυμβάλλομαι
παρασύμβαμα
παρασυνάγχη
παρασυναγωγή
παρασύναξις
παρασυναπτικὸς
παρασυνάπτομαι
παρασυνεργός
παρασύνεσις
παρασυνήθως
View word page
παρασυλλογιστικός
παρασυλ-λογιστικός, , όν,
A). fallacious, EM 35.28 .


ShortDef

fallacious

Debugging

Headword:
παρασυλλογιστικός
Headword (normalized):
παρασυλλογιστικός
Headword (normalized/stripped):
παρασυλλογιστικος
IDX:
78840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78841
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρασυλ-λογιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fallacious,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 35.28 </span>.</div> </div><br><br>'}