Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραστέλλω
παράστεμα
παραστενάχομαι
παραστήκω
παραστήλη
παράστημα
παραστίζω
παραστίλβω
παραστιχίδιον
παραστιχίς
παραστολεύς
παραστορέννυμι
παραστοχάζομαι
παράστραβος
παραστρατεύομαι
παραστρατηγέω
παραστρατηγία
παραστρατοπεδεύω
παράστρεμμα
παραστρέφω
παραστρόγγυλος
View word page
παραστολεύς
παραστολεύς
,
έως
,
ὁ
,(
παραστέλλω
) a surgical instrument,
Hermes
38.283
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παραστολεύς
Headword (normalized):
παραστολεύς
Headword (normalized/stripped):
παραστολευς
IDX:
78818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78819
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραστολεύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<span class="etym greek">παραστέλλω</span>) a surgical instrument, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hermes</span> 38.283 </span>.</div><br><br>'}