Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραστατέον
παραστατέω
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παρασταυρόω
παραστεγάζω
παραστέγη
παραστείχω
παραστέλλω
παράστεμα
παραστενάχομαι
παραστήκω
παραστήλη
παράστημα
παραστίζω
παραστίλβω
παραστιχίδιον
παραστιχίς
παραστολεύς
παραστορέννυμι
View word page
παράστεμα
παράστεμα,
A). v. παράστημα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράστεμα
Headword (normalized):
παράστεμα
Headword (normalized/stripped):
παραστεμα
IDX:
78809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78810
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράστεμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παράστημα</span> .</div> </div><br><br>'}