Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράσπονδος
παρασπορά
παρᾶσσον
παραστάδιον
παρασταδόν
παραστάζω
παρασταθμίδες
παρασταθμίζω
παράσταθμον
παράσταθμος
παράσταμα
παραστάνω
παραστάς
παράστασις
παραστατέον
παραστατέω
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παρασταυρόω
παραστεγάζω
View word page
παράσταμα
παράστᾱμα,
A). v. παράστημα . παράστανον· λόγχη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράσταμα
Headword (normalized):
παράσταμα
Headword (normalized/stripped):
παρασταμα
IDX:
78795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78796
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράστᾱμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παράστημα</span> . <span class="orth greek">παράστανον·</span> <span class="foreign greek">λόγχη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}