Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρασπόνδησις
παρασπονδητής
παράσπονδος
παρασπορά
παρᾶσσον
παραστάδιον
παρασταδόν
παραστάζω
παρασταθμίδες
παρασταθμίζω
παράσταθμον
παράσταθμος
παράσταμα
παραστάνω
παραστάς
παράστασις
παραστατέον
παραστατέω
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
View word page
παράσταθμον
παράσταθμ-ον,
A). interpondium, ib.


ShortDef

interpondium

Debugging

Headword:
παράσταθμον
Headword (normalized):
παράσταθμον
Headword (normalized/stripped):
παρασταθμον
IDX:
78793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78794
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράσταθμ-ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">interpondium</span>, ib.</div> </div><br><br>'}