Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παρασπονδητής
παράσπονδος
παρασπορά
παρᾶσσον
παραστάδιον
παρασταδόν
παραστάζω
παρασταθμίδες
παρασταθμίζω
παράσταθμον
παράσταθμος
παράσταμα
παραστάνω
παραστάς
παράστασις
παραστατέον
παραστατέω
παραστάτης
View word page
παρασταθμίδες
παρασταθμ-ίδες
,
αἱ
,
A).
parts of the door next the
στρόφιγξ
,
Hsch.
ShortDef
parts of the door next the στρόφιγξ
Debugging
Headword:
παρασταθμίδες
Headword (normalized):
παρασταθμίδες
Headword (normalized/stripped):
παρασταθμιδες
IDX:
78791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78792
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρασταθμ-ίδες</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">parts of the door next the</span> <span class="foreign greek">στρόφιγξ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}