παρασπείρω
παρασπείρω,
A). sow among, CP 3.10.3 ( Pass.), PCair.Zen. 269.35 (iii B. C., prob. Act.), BGU 591.14 (i A. D., Pass.) : metaph., in Pass., [ ψυχὴ] παρεσπαρμένη τοῖς πόροις Ax. 366a ; to be diffused over, τῷ λοιπῷ παρεσπάρθαι σώματι Sch. Ep. 1p.21U. , cf. Nat.Herc. 1420 Fr. 1 ; to be interspersed in, ἡ πιμελὴ παρέσπαρται τῇ σαρκί ; 1.345 τοῖς σιτίοις παρέσπαρται [τὸ αἷμα] Nat.Fac. 2.8 ; τὸ *’ιουδαίων γένος πολὺ κατὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην παρέσπαρται τοῖς ἐπιχωρίοις BJ 7.3.3 , cf. . 17.3.9