παρασκευαστέος
παρασκευ-αστέος, α, ον,
A). to be prepared, ap. . 4.23.62
II). -τέον, one must prepare or provide, τὸ μὴ κινδυνεῦσαι R. 467b ; ὅπως μὴ .. Grg. 480e ; ὅπως εὐπειθεῖς οἱ ἄνδρες ὦσιν Eq.Mag. 1.7 ; τούτῳ πολλοὺς ἐπαινέτας π. Mem. 1.7.2 .